διαίσθηση

διαίσθηση
Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη της ουσίας μιας πραγματικότητας υπερβατικής τάξης. Από τον Καρτέσιο και μετά, ο όρος δ. έτεινε να ορίζει κυρίως τη διαύγεια και την ευκρίνεια, δηλαδή το πρόδηλο ορισμένων γνώσεων. Η εξέλιξη της σύγχρονης σκέψης, με την αυξανόμενη κριτική τάση, περιόρισε περαιτέρω την έννοια δ. Σύμφωνα όμως με την αντίληψη των ρομαντικών, η δ. ήταν η άμεση γνώση του πραγματικού, που επιτυγχάνεται με τρόπους άσχετους από το λογικό, με τις αισθήσεις, την τέχνη και τη συναισθηματική συμμετοχή. Στην ιστορία της σύγχρονης σκέψης, ο Μπενεντέτο Κρότσε, αφού επανεξέτασε τις ρομαντικές θεωρίες και περιόρισε την αντιορθολογική τους σημασία, θεώρησε τη δ. ως μέσο γνώσης που αφορά ειδικά την τέχνη.
* * *
η (AM διαίσθησις)
1. η χωρίς τη μεσολάβηση τού λογικού άμεση γνώση με το υποσυνείδητο, η ενόραση*
2. η πρόβλεψη με το υποσυνείδητο, η πρόγνωση με το υποσυνείδητο
αρχ.
πλήρης κατανόηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαίσθηση — η η αντίληψη χωρίς τη μεσολάβηση του λογικού, η ενόραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • διαισθητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαίσθηση 2. όποιος είναι προικισμένος με διαίσθηση …   Dictionary of Greek

  • Μπερξόν, Ανρί — (Henri Bergson, Παρίσι 1859 – Οτέιγ, Παρίσι 1941). Γάλλος φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής. Αν και προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, προσέγγισε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του στον καθολικισμό, αλλά έμεινε πάντα αλληλέγγυος με την εβραϊκή… …   Dictionary of Greek

  • Σέλερ, Μαξ — (Scheler). Γερμανός φιλόσοφος (Μόναχο 1874 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1928). Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου, της Κολωνίας και της Φρανκφούρτης, και ήταν οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, του οποίου χρησιμοποίησε τα… …   Dictionary of Greek

  • Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… …   Dictionary of Greek

  • διαισθητικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι προικισμένος με διαίσθηση, που αναφέρεται ή ανήκει στη διαίσθηση: Πάντα είναι προετοιμασμένος για τα αποτελέσματα των πράξεών του, γιατί είναι διαισθητικός τύπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… …   Dictionary of Greek

  • αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”